αϊταίρι

αϊταίρι
το
1. το ταίρι, το ένα από δύο όμοια πράγματα
2. το ένα από δύο έμψυχα που πάνε πάντα μαζί, που αποτελούν ζευγάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από την αρχ. λ. ἑταίρ-ιον, υποκορ. τού ἑταῖρος. Ήτοι: τα ἑταίρια > τἀιταίρια > πληθ. ἀιταίρια και ενικ. ἀιταίρι, το].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”